Βίαιος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: βίαιος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцны, моцным, дужы
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βίαιος
βίαιος σταυροφόρος, βίαιοσ θάνατοσ 17χρονησ από βαφή μαλλιών, βίαιος άντρας, βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος, βίαιος σύντροφος, βίαιος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βίαιος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- βήχω στα λευκορωσικά - кашаль, кашель
- βία στα λευκορωσικά - цягнуць, штурхаць, гвалт, насілле, гвалту, насільле
- βίδα στα λευκορωσικά - шруба, шрубу, вінт
- βίζα στα λευκορωσικά - віза, візу
Τυχαίες λέξεις
Βίαιος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: моцны, моцным, дужы
Μεταφράσεις: моцны, моцным, дужы