Βίαιος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βίαιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
violento, violenta, violentos, violentas, violência
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βίαιος
βίαιος σταυροφόρος, βίαιοσ θάνατοσ 17χρονησ από βαφή μαλλιών, βίαιος άντρας, βίαιος διδάσκαλος ο πόλεμος, βίαιος σύντροφος, βίαιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βίαιος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βήχω στα πορτογαλικά - tossir, tosse, a tosse, da tosse, cough, de tosse
- βία στα πορτογαλικά - vigor, impelir, intensidade, ditar, empurrar, trespassar, poder, ...
- βίδα στα πορτογαλικά - tela, parafuso, rosca, parafuso de, de parafuso, do parafuso
- βίζα στα πορτογαλικά - vírus, visto, Visa, vistos, de visto, visto de
Τυχαίες λέξεις
Βίαιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: violento, violenta, violentos, violentas, violência
Μεταφράσεις: violento, violenta, violentos, violentas, violência