Βοήθημα στα λευκορωσικά

Μετάφραση: βοήθημα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дапамогу, дапамога
Βοήθημα στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοήθημα

βοήθημα βιολογίας γ γυμν, βοήθημα ιλιάδας β γυμν, βοήθημα 500 ευρώ, βοήθημα φυσικής γ γυμν, βοήθημα γλώσσας β γυμν, βοήθημα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, βοήθημα στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • βλοσυρός στα λευκορωσικά - адзаду, змрочны, пануры
  • βοήθεια στα λευκορωσικά - спажытак, харч, спажыва, харчы, харчаванне, страва, ежа, ...
  • βοηθητικός στα λευκορωσικά - дапаможны, дапаможная, дадатковы
  • βοηθός στα λευκορωσικά - памочнік, памагаты, дапаможнік
Τυχαίες λέξεις
Βοήθημα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дапамогу, дапамога