Κολασμένος στα λευκορωσικά

Μετάφραση: κολασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пракляты
Κολασμένος στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολασμένος

κολασμένος κορμός με 3 υλικά, κολασμένος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, κολασμένος στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κολακευτικός στα λευκορωσικά - лісьлівы, вінаваты
  • κολακεύω στα λευκορωσικά - ліслівіць, лісьлівіць, было ліслівіць, ліслівіў ні, ліслівіў
  • κολασμός στα λευκορωσικά - пакаранне, пакараньне
  • κολεγιακός στα λευκορωσικά - ахайны, Ахайныя, ахайнасць, ахайнасці, ахайнага
Τυχαίες λέξεις
Κολασμένος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: пракляты