Κολασμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: κολασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prakeiktas, pasmerktųjų, damned, the damned, pasmerktas
Κολασμένος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολασμένος

κολασμένος κορμός με 3 υλικά, κολασμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κολασμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κολακευτικός στα λιθουανικά - pataikaujantis, Glaimojošs, Lišķīgs, Pochlebczy
  • κολακεύω στα λιθουανικά - meilikauti, saldžiažodžiavimas, meilikavimas, Glaimot, Lišķēšana, Lišķēt
  • κολασμός στα λιθουανικά - bausmė, bausmės, baudimo, baudimui, baudimas
  • κολεγιακός στα λιθουανικά - Preppy
Τυχαίες λέξεις
Κολασμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prakeiktas, pasmerktųjų, damned, the damned, pasmerktas