Κολασμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: κολασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdoemde, verdomd, verdoemden, verdomde, vervloekte
Κολασμένος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολασμένος

κολασμένος κορμός με 3 υλικά, κολασμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολασμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κολακευτικός στα ολλανδικά - kruiperig, poesvriendelijk, vleiend
  • κολακεύω στα ολλανδικά - flatteren, vleien, Blarney, vlei, vleit, in Blarney
  • κολασμός στα ολλανδικά - straf, bestraffing, straffen, de straf, doodstraf
  • κολεγιακός στα ολλανδικά - preppy
Τυχαίες λέξεις
Κολασμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verdoemde, verdomd, verdoemden, verdomde, vervloekte