Κολασμένος στα φινλανδικά
Μετάφραση: κολασμένος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kirottu, Damned, pirun, kirottujen, kirotun
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολασμένος
κολασμένος κορμός με 3 υλικά, κολασμένος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κολασμένος στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- κολακευτικός στα φινλανδικά - imelä, liehakoivalla, adulatory, liehakoivalla tavallaan
- κολακεύω στα φινλανδικά - liehitellä, liehakoida, imarrella, mielistellä, makeilla, Blarney, mairittelu, ...
- κολασμός στα φινλανδικά - kiroaminen, rankaiseminen, rangaistus, rangaistuksen, rangaistusta, rangaistukseen
- κολεγιακός στα φινλανδικά - preppy
Τυχαίες λέξεις
Κολασμένος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kirottu, Damned, pirun, kirottujen, kirotun
Μεταφράσεις: kirottu, Damned, pirun, kirottujen, kirotun