Μαυρίζω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μαυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
голец
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαυρίζω
δεν μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, μαυρίζω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μαυρίζω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ματώνω στα λευκορωσικά - сыходзіць крывёй, крывяніць, кроватачыць, крывавіць
- μαυλίζω στα λευκορωσικά - патураць, спрыяць
- μαυροπίνακας στα λευκορωσικά - класная, классная
- μαυρόχωμα στα λευκορωσικά - перагной, гумус
Τυχαίες λέξεις
Μαυρίζω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: голец
Μεταφράσεις: голец