Μαυρίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: μαυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apdegti, valytoja, dirbti valytoja, kas nors apdegęs, anglyti
Μαυρίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαυρίζω

δεν μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, μαυρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μαυρίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ματώνω στα λιθουανικά - kraujuoti, kraujavimas, kraujuoja, užribio, nuorinkite
  • μαυλίζω στα λιθουανικά - orgija, pataikauti, kurstyti, nuolaidžiauti, kurstytojas, pataikūnas
  • μαυροπίνακας στα λιθουανικά - klasės lenta, blackboard, lenta, lentos, rašymo lenta
  • μαυρόχωμα στα λιθουανικά - humusas, humuso, humus, puvenos
Τυχαίες λέξεις
Μαυρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apdegti, valytoja, dirbti valytoja, kas nors apdegęs, anglyti