Μαυρίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μαυρίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amansar, curtir, doméstico, carbonizar, serviço doméstico, carvão animal, caractere, carvão
Μαυρίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαυρίζω

δεν μαυρίζω, μαυρίζω μέσα στη θάλασσα, μαυρίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μαυρίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ματώνω στα πορτογαλικά - sangrar, sangramento, sangram, sangra, sangro
  • μαυλίζω στα πορτογαλικά - sedimentar, orgia, bacanal, desencaminhar, seduzir, alcovitar, alcoviteiro, ...
  • μαυροπίνακας στα πορτογαλικά - quadro-negro, lousa, negro, quadro negro, blackboard
  • μαυρόχωμα στα πορτογαλικά - húmus, humus, de húmus, húmus de, o húmus
Τυχαίες λέξεις
Μαυρίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: amansar, curtir, doméstico, carbonizar, serviço doméstico, carvão animal, caractere, carvão