Μεγαλώνω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μεγαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абрабiць, штурхаць, расці, расьці, гадуй
Μεγαλώνω στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεγαλώνω

μεγαλώνω μεγαλώνεις μεγαλώνει, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω στίχοι, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω παθητική φωνή, μεγαλώνω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μεγαλώνω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μεγαλοψυχία στα λευκορωσικά - велікадушнасць, вялікадушнасць, вялікадушнасьць, велікадушнасьць, велікадушнасць праз
  • μεγαλόψυχος στα λευκορωσικά - вялікадушны, высакародны, шчыры, велікадушны
  • μεγεθύνω στα λευκορωσικά - павялічыць
  • μεγιστάνας στα λευκορωσικά - магнат
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλώνω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абрабiць, штурхаць, расці, расьці, гадуй