Μεγαλώνω στα σλοβενικά
Μετάφραση: μεγαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rasti, odrasti, odraste, odraščajo, odraščati, odrasteš
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλώνω
μεγαλώνω μεγαλώνεις μεγαλώνει, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω στίχοι, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω παθητική φωνή, μεγαλώνω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, μεγαλώνω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- μεγαλοψυχία στα σλοβενικά - Velikodušnost
- μεγαλόψυχος στα σλοβενικά - velikodušni, velikodušna, velikodušno, Velikodušan
- μεγεθύνω στα σλοβενικά - povečavo, povečaj, povečanje, povecavo, povečati
- μεγιστάνας στα σλοβενικά - magnát, tajkun, tycoon, mogotec, tajkuna, magnat
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλώνω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: rasti, odrasti, odraste, odraščajo, odraščati, odrasteš
Μεταφράσεις: rasti, odrasti, odraste, odraščajo, odraščati, odrasteš