Μεγαλώνω στα σουηδικά
Μετάφραση: μεγαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
odla, utveckla, växa, växa upp, växer upp, att växa upp, blir stor, bli upp
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλώνω
μεγαλώνω μεγαλώνεις μεγαλώνει, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω στίχοι, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω παθητική φωνή, μεγαλώνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, μεγαλώνω στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μεγαλοψυχία στα σουηδικά - magnanimity, storsinthet, storsint, magnanimityen, ädelmod
- μεγαλόψυχος στα σουηδικά - storsint, storsinta, ädelmodig, stors, ädelmodiga
- μεγεθύνω στα σουηδικά - vidga, förstora, förstoring, större, att förstora, större bild
- μεγιστάνας στα σουηδικά - tycoon, magnaten, pamp, Coaster Tycoon
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλώνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: odla, utveckla, växa, växa upp, växer upp, att växa upp, blir stor, bli upp
Μεταφράσεις: odla, utveckla, växa, växa upp, växer upp, att växa upp, blir stor, bli upp