Μεγαλώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: μεγαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užaugti, augti, užauga, augtų, užaugtų
Μεγαλώνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεγαλώνω

μεγαλώνω μεγαλώνεις μεγαλώνει, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω στίχοι, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω παθητική φωνή, μεγαλώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μεγαλώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • μεγαλοψυχία στα λιθουανικά - didžiadvasiškumas, Wspaniałomyślność, Augstsirdība, Wielkoduszność
  • μεγαλόψυχος στα λιθουανικά - kilniaširdis, Wielkoduszny, Magnanimous, didžiadvasiai, Augstsirdīgs
  • μεγεθύνω στα λιθουανικά - padidinti, išplėsti, enlarge, padidintumėte, plėsti
  • μεγιστάνας στα λιθουανικά - magnatas, Tycoon, Potentat
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užaugti, augti, užauga, augtų, užaugtų