Μεγαλώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: μεγαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gelişmek, yetiştirmek, büyütmek, büyümek, büyümeye, büyüdükçe, büyüyünce, büyüyüp
Μεγαλώνω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μεγαλώνω

μεγαλώνω μεγαλώνεις μεγαλώνει, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω στίχοι, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω παθητική φωνή, μεγαλώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, μεγαλώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • μεγαλοψυχία στα τούρκικα - cömertlik, yücelik, alicenaplık, asaletine, asaletine sahipti, bağışlayıcık
  • μεγαλόψυχος στα τούρκικα - bağışlayıcı, yüce gönüllü, cömert, yüce, magnanimous
  • μεγεθύνω στα τούρκικα - büyültmek, genişletmek, büyütmek, Ayrıntı, Genişletmek, enlarge, paylasmak
  • μεγιστάνας στα τούρκικα - kodaman, tycoon, kralı, zengini, işadamı
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: gelişmek, yetiştirmek, büyütmek, büyümek, büyümeye, büyüdükçe, büyüyünce, büyüyüp