Μεγαλώνω στα ρουμανικά
Μετάφραση: μεγαλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crete, creștere, cresc, crește, crească, creste
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μεγαλώνω
μεγαλώνω μεγαλώνεις μεγαλώνει, μεγαλώνω συνώνυμο, μεγαλώνω στίχοι, μεγαλώνω σωστά το παιδί μου, μεγαλώνω παθητική φωνή, μεγαλώνω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, μεγαλώνω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- μεγαλοψυχία στα ρουμανικά - mărinimie, mărinimia, mărinimiei, marinimie, generozitatea
- μεγαλόψυχος στα ρουμανικά - mărinimos, mărinimoasă, generos, mărinimoși, marinimos
- μεγεθύνω στα ρουμανικά - mări, marire, a mari, ao mări, a mări
- μεγιστάνας στα ρουμανικά - magnat, magnatul, magnatului, tycoon, magnat al
Τυχαίες λέξεις
Μεγαλώνω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: crete, creștere, cresc, crește, crească, creste
Μεταφράσεις: crete, creștere, cresc, crește, crească, creste