Βαθουλωμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: βαθουλωμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tuščiaviduris, tuščias, duslus, drevėtas, kliudė, Dantyta, dented, įspausta, pakrito
Βαθουλωμένος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθουλωμένος

βαθουλωμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βαθουλωμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βαθμολόγηση στα λιθουανικά - ženklinimas, žymėjimas, ženklinimo, ženklas, žymėjimo
  • βαθμός στα λιθουανικά - lygmuo, greta, pažymys, vertinti, požymis, lygis, laipsnis, ...
  • βαθουλώνω στα λιθουανικά - apmažinti, įkirsti, apmažinimas, krumplys, išranta
  • βαθούλωμα στα λιθουανικά - apmažinti, įkirsti, apmažinimas, krumplys, išranta
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλωμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tuščiaviduris, tuščias, duslus, drevėtas, kliudė, Dantyta, dented, įspausta, pakrito