Βαθουλωμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βαθουλωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cavidade, holandês, dentado, amolgado, amassado, amassada, prejudicada
Βαθουλωμένος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθουλωμένος

βαθουλωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βαθουλωμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βαθμολόγηση στα πορτογαλικά - marca, marcação, marcando, de marcação, marcação de
  • βαθμός στα πορτογαλικά - sinal, fileira, grau, marcar, fila, graduação, ver, ...
  • βαθουλώνω στα πορτογαλικά - dente, Dent, Dent A, mossa, entalhe
  • βαθούλωμα στα πορτογαλικά - dente, Dent, Dent A, mossa, entalhe
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cavidade, holandês, dentado, amolgado, amassado, amassada, prejudicada