Βαθουλωμένος στα ουκρανικά

Μετάφραση: βαθουλωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дупло, печера, порожнеча, запалий, порожнина, щербатий
Βαθουλωμένος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βαθουλωμένος

βαθουλωμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βαθουλωμένος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • βαθμολόγηση στα ουκρανικά - бракування, класифікація, маркування, маркіровка, маркірування, маркировка
  • βαθμός στα ουκρανικά - морський, морською, становище, ступінь, морській, міра, морської, ...
  • βαθουλώνω στα ουκρανικά - заглиблення, виїмка, вм'ятина, ум'ятина, вмятина
  • βαθούλωμα στα ουκρανικά - заглиблення, виїмка, вм'ятина, ум'ятина, вмятина
Τυχαίες λέξεις
Βαθουλωμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дупло, печера, порожнеча, запалий, порожнина, щербатий