Διασταλτός στα λιθουανικά
Μετάφραση: διασταλτός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Pneumatinis, Rozciągliwy, EXtensible, Galintis plėstis, atlikti keliuose
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασταλτός
διασταλτός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διασταλτός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διασπώ στα λιθουανικά - Rive, Suskaido, Rozszczepiać, Griauna, Plosīt
- διαστέλλω στα λιθουανικά - išplėsti, išsiplėsti, išsiplečia, plėstis, dilate
- διασταύρωση στα λιθουανικά - mazgas, sandūra, Junction, sankryžos, sankryža
- διαστολή στα λιθουανικά - plėtra, išplėtimas, plėtrą, plėtimosi, plėsti
Τυχαίες λέξεις
Διασταλτός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Pneumatinis, Rozciągliwy, EXtensible, Galintis plėstis, atlikti keliuose
Μεταφράσεις: Pneumatinis, Rozciągliwy, EXtensible, Galintis plėstis, atlikti keliuose