Διασταλτός στα τούρκικα

Μετάφραση: διασταλτός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genişleyebilir, uzayabilir
Διασταλτός στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασταλτός

διασταλτός λεξικό γλώσσας τούρκικα, διασταλτός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • διασπώ στα τούρκικα - yırtmak, rive, koparmak, kırmak, ESP sistemi tahrik
  • διαστέλλω στα τούρκικα - genişletmek, genişlemek, dilate, genişler, dilate eden
  • διασταύρωση στα τούρκικα - kavşak, birleşme, birleşim, bileşke, kavşağı
  • διαστολή στα τούρκικα - genişleme, genişletme, genleşme, genişlemesi, büyüme
Τυχαίες λέξεις
Διασταλτός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: genişleyebilir, uzayabilir