Διασταλτός στα ολλανδικά

Μετάφραση: διασταλτός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitzetbaar, uitzetbare
Διασταλτός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διασταλτός

διασταλτός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διασταλτός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διασπώ στα ολλανδικά - verstrooien, rive, De rivier, rivier van, De rivier van
  • διαστέλλω στα ολλανδικά - verwijden, uitzetten, dilateren, dilate, verwijden de
  • διασταύρωση στα ολλανδικά - vereniging, aansluiting, knooppunt, kruising, afslag, splitsing, kruispunt
  • διαστολή στα ολλανδικά - expansie, vergroting, uitzetting, uitbreiding, groei, uitbreiding van
Τυχαίες λέξεις
Διασταλτός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: uitzetbaar, uitzetbare