Εμβολιασμός στα λιθουανικά
Μετάφραση: εμβολιασμός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vakcinacija, skiepijimas, vakcinacijos, skiepijimo, vakcinavimas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολιασμός
εμβολιασμός γάτας, εμβολιασμός μουριάς, εμβολιασμός αμπελιού, εμβολιασμός αμυγδαλιάς, εμβολιασμός λεμονιάς, εμβολιασμός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμβολιασμός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εμβολίζω στα λιθουανικά - embolized
- εμβολιάζω στα λιθουανικά - Įsitvirtino, Dažytos į pluoštą, Nuolat farbować, Wyciskać piętno, Cinkuota ir siūlai
- εμβροντησία στα λιθουανικά - šokas, smūgis, stuporas, sustingimas, nustėrimas, Apstulbums, Otępienie
- εμβρόντητος στα λιθουανικά - bežadis, priblokštas, apstulbintas, pribloškė, apsvaiginami, apsvaiginamos
Τυχαίες λέξεις
Εμβολιασμός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vakcinacija, skiepijimas, vakcinacijos, skiepijimo, vakcinavimas
Μεταφράσεις: vakcinacija, skiepijimas, vakcinacijos, skiepijimo, vakcinavimas