Εμβολιασμός στα ρουμανικά
Μετάφραση: εμβολιασμός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vaccin, vaccinare, vaccinarea, de vaccinare, vaccinării, vaccinarea de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολιασμός
εμβολιασμός γάτας, εμβολιασμός μουριάς, εμβολιασμός αμπελιού, εμβολιασμός αμυγδαλιάς, εμβολιασμός λεμονιάς, εμβολιασμός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εμβολιασμός στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εμβολίζω στα ρουμανικά - berbec, embolized
- εμβολιάζω στα ρουμανικά - imprima, fixa, vopsit în culoare închisă, înnăscut, de ingrain
- εμβροντησία στα ρουμανικά - mirare, şoc, stupoare, stupor, adormire, inconºtienșã, stupoarea
- εμβρόντητος στα ρουμανικά - mut, uimit, șocat, asomate, a șocat, a uimit
Τυχαίες λέξεις
Εμβολιασμός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: vaccin, vaccinare, vaccinarea, de vaccinare, vaccinării, vaccinarea de
Μεταφράσεις: vaccin, vaccinare, vaccinarea, de vaccinare, vaccinării, vaccinarea de