Εμβολιασμός στα τούρκικα
Μετάφραση: εμβολιασμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aşılama, aşı, aşısı, aşılaması, aşılanma
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμβολιασμός
εμβολιασμός γάτας, εμβολιασμός μουριάς, εμβολιασμός αμπελιού, εμβολιασμός αμυγδαλιάς, εμβολιασμός λεμονιάς, εμβολιασμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, εμβολιασμός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- εμβολίζω στα τούρκικα - koç, embolize, embolizasyon, embolize olan, emboli, embo- lizasyon
- εμβολιάζω στα τούρκικα - kökleştirmek, ingrain, ham iken boyamak, içine işletmek, benimsetmek
- εμβροντησία στα τούρκικα - sersemlik, stupor, uyuşukluk, sersemlik görülebilir, sersemleme
- εμβρόντητος στα τούρκικα - hayrete, hayrete düşürdü, şaşırdı, şaşkına, sersem
Τυχαίες λέξεις
Εμβολιασμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: aşılama, aşı, aşısı, aşılaması, aşılanma
Μεταφράσεις: aşılama, aşı, aşısı, aşılaması, aşılanma