Κόπωση στα λιθουανικά
Μετάφραση: κόπωση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuovargis, nuovargio jausmas, nuvarginsi, jas nuvarginsi, nuobodumas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόπωση
κόπωση συμπτώματα, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση και δέκατα, κόπωση υλικών, κόπωση και υπνηλία, κόπωση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κόπωση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κόπος στα λιθουανικά - triūsas, lįsti, darbas, darbo, darbo jėgos, į darbo
- κόπρανα στα λιθουανικά - kėdė, taburetė, nusilengvinimas, pakoja, klauptas
- κόρα στα λιθουανικά - kampas, žievė, pluta, plutelė, šašas, duonos kampas
- κόρη στα λιθουανικά - duktė, dukra, dukters, dukterį, dukterinė
Τυχαίες λέξεις
Κόπωση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nuovargis, nuovargio jausmas, nuvarginsi, jas nuvarginsi, nuobodumas
Μεταφράσεις: nuovargis, nuovargio jausmas, nuvarginsi, jas nuvarginsi, nuobodumas