Κόπωση στα τούρκικα

Μετάφραση: κόπωση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yormak, yorgunluk, yorgunluğu, bitkinlik, bıkkınlık, bezginlik
Κόπωση στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κόπωση

κόπωση συμπτώματα, κόπωση των επινεφριδίων, κόπωση και δέκατα, κόπωση υλικών, κόπωση και υπνηλία, κόπωση λεξικό γλώσσας τούρκικα, κόπωση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κόπος στα τούρκικα - iş, yormak, emek, işgücü, çalışma, işçi
  • κόπρανα στα τούρκικα - pislik, dışkı, gaita, tabure, taburesi, dışkılama
  • κόρα στα τούρκικα - kabuk, kabuğu, crust, kabuğunun, kabuğun
  • κόρη στα τούρκικα - kız, kızı, kızım, kızımız, kızları
Τυχαίες λέξεις
Κόπωση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yormak, yorgunluk, yorgunluğu, bitkinlik, bıkkınlık, bezginlik