Πυκνώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: πυκνώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tirštinti, sustorėti, tirštėti, sutankinti, storinti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνώνω
πυκνώνω αντώνυμο, πυκνώνω ετυμολογία, πυκνώνω συνωνυμο, πυκνώνω συνώνυμο, πυκνώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πυκνώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πυκνός στα λιθουανικά - tirštas, storas, tankus, Zwalisty, Nabity, Krępy, Plecīgs, ...
- πυκνότητα στα λιθουανικά - tankis, skaičius, tankio, tankumas, tankį
- πυξίδα στα λιθουανικά - kompasas, kompaso, kompasą, kompasu, compass
- πυρήνας στα λιθουανικά - branduolys, esmė, centras, šerdis, pagrindinė, pagrindinis, pagrindinių, ...
Τυχαίες λέξεις
Πυκνώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tirštinti, sustorėti, tirštėti, sutankinti, storinti
Μεταφράσεις: tirštinti, sustorėti, tirštėti, sutankinti, storinti