Πυκνώνω στα τούρκικα

Μετάφραση: πυκνώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalınlaştırmak, koyulaştırmak, kalınlaşmak, sıklaştırmak, yoğunlaştırmak
Πυκνώνω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνώνω

πυκνώνω αντώνυμο, πυκνώνω ετυμολογία, πυκνώνω συνωνυμο, πυκνώνω συνώνυμο, πυκνώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πυκνώνω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πυκνός στα τούρκικα - sık, koyu, kalın, tıknaz, sık dikilmiş
  • πυκνότητα στα τούρκικα - yoğunluk, yoğunluğu, yoğunluklu, yoğunlukta, dansiteli
  • πυξίδα στα τούρκικα - pusula, compass, Pusulanın, pusulası, pergel
  • πυρήνας στα τούρκικα - çekirdek, temel, çekirdekli, ana, core
Τυχαίες λέξεις
Πυκνώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kalınlaştırmak, koyulaştırmak, kalınlaşmak, sıklaştırmak, yoğunlaştırmak