Σαπισμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: σαπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
supuvęs, niekingas, sugedęs, sutrūnijęs, papuvęs
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαπισμένος
σαπισμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, σαπισμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- σαπίζω στα λιθουανικά - marinti, marinate kūniškus, Žeminti, malšinti
- σαπιοκάραβο στα λιθουανικά - vonia, televizorius, kambaryje, kubilas
- σαπούνι στα λιθουανικά - muilas, išmuilinti, muilo, muilu, muilą, soap
- σαπρός στα λιθουανικά - dvokiantis, prastas, puvimo, bjaurus, dvokus
Τυχαίες λέξεις
Σαπισμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: supuvęs, niekingas, sugedęs, sutrūnijęs, papuvęs
Μεταφράσεις: supuvęs, niekingas, sugedęs, sutrūnijęs, papuvęs