Σαπισμένος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σαπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
podre, rotten, podres, apodrecido, apodrecida
Σαπισμένος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαπισμένος

σαπισμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σαπισμένος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σαπίζω στα πορτογαλικά - deterioração, decompor, decair, descodifique, decapitar, deteriorar, mortificar, ...
  • σαπιοκάραβο στα πορτογαλικά - banho, banheira, banheira de, tub, cuba, banheira de água
  • σαπούνι στα πορτογαλικά - sabões, sabão, banhar, embeba, empapar, sabonete, de sabão, ...
  • σαπρός στα πορτογαλικά - pútrido, podre, pútrida, putrid, fétido
Τυχαίες λέξεις
Σαπισμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: podre, rotten, podres, apodrecido, apodrecida