Σαπισμένος στα ουγγρικά

Μετάφραση: σαπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rothadt, rohadt, romlott, korhadt, rothadó
Σαπισμένος στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαπισμένος

σαπισμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, σαπισμένος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • σαπίζω στα ουγγρικά - májmételykór, letörés, elporladás, faodú, odvasodás, rothadtság, korhadtság, ...
  • σαπιοκάραβο στα ουγγρικά - kád, fürdőkád, káddal, pezsgőfürdő, fürdőkáddal
  • σαπούνι στα ουγγρικά - szappan, csúszópénz, szappannal, szappanos, szappant, szappon
  • σαπρός στα ουγγρικά - bűzös, büdös, rothadt, rothadó, putrid
Τυχαίες λέξεις
Σαπισμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: rothadt, rohadt, romlott, korhadt, rothadó