Σαπισμένος στα φινλανδικά

Μετάφραση: σαπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
saastainen, mätä, pilaantunut, kehno, laho, surkea, paska, rotten, mätää, lahonneet
Σαπισμένος στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σαπισμένος

σαπισμένος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, σαπισμένος στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • σαπίζω στα φινλανδικά - laho, lahota, hajaantua, mädäntyä, rappio, hajoaminen, mädättää, ...
  • σαπιοκάραβο στα φινλανδικά - amme, sammio, tiinu, pytty, rasia, allas, säiliö, ...
  • σαπούνι στα φινλανδικά - saippua, saippuoida, saippualla, saippuaa, saippuan, soap
  • σαπρός στα φινλανδικά - paska, pilaantunut, surkea, saastainen, laho, kehno, mätä, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαπισμένος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: saastainen, mätä, pilaantunut, kehno, laho, surkea, paska, rotten, mätää, lahonneet