Σαπισμένος στα ουκρανικά
Μετάφραση: σαπισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
огидний, гнилої, вивітрений, гнилий, гнилою, гнилій
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαπισμένος
σαπισμένος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σαπισμένος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σαπίζω στα ουκρανικά - розчиняти, розпад, гниття, гнисти, потерть, гній, занепад, ...
- σαπιοκάραβο στα ουκρανικά - барило, діжка, ванна, ванни, телебачення
- σαπούνι στα ουκρανικά - мило
- σαπρός στα ουκρανικά - гнилої, вивітрений, огидний, гнильний, гнилісний, гнильного, септичний
Τυχαίες λέξεις
Σαπισμένος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: огидний, гнилої, вивітрений, гнилий, гнилою, гнилій
Μεταφράσεις: огидний, гнилої, вивітрений, гнилий, гнилою, гнилій