Συναναστρέφομαι στα λιθουανικά

Μετάφραση: συναναστρέφομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bičiuliauti, Gerti kartu, Poufalić, Bendrauti, Draugiška pokalbį
Συναναστρέφομαι στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι συνώνυμα, συναναστρέφομαι συνωνυμο, συναναστρέφομαι με, συναναστρέφομαι λεξικο, συναναστρέφομαι στα αγγλικα, συναναστρέφομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, συναναστρέφομαι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • συναισθηματικός στα λιθουανικά - dvasinis, emocinis, emocinės, emocinė, emocinę, emocinį
  • συναλλαγή στα λιθουανικά - sandoris, sandorio, sandorių, sandorį, operacija
  • συναντώ στα λιθουανικά - susitikimas, susitikti, patenkinti, Susipažinkite, atitinka, Meet
  • συναρμολογώ στα λιθουανικά - surinkti, palyginti, lyginti, lygina, sulyginti, sulygina
Τυχαίες λέξεις
Συναναστρέφομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: bičiuliauti, Gerti kartu, Poufalić, Bendrauti, Draugiška pokalbį