Συναναστρέφομαι στα τσεχικά

Μετάφραση: συναναστρέφομαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sestavovat, sestavit, zásobit, klasifikovat, roztřídit, třídit, seřadit, vybrat, uspořádat, hobnob
Συναναστρέφομαι στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συναναστρέφομαι

συναναστρέφομαι συνώνυμα, συναναστρέφομαι συνωνυμο, συναναστρέφομαι με, συναναστρέφομαι λεξικο, συναναστρέφομαι στα αγγλικα, συναναστρέφομαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, συναναστρέφομαι στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • συναισθηματικός στα τσεχικά - rozcitlivělý, citový, dojmový, emoční, sentimentální, emocionální, emotivní, ...
  • συναλλαγή στα τσεχικά - dohoda, transakce, transakcí, transakci, operace, plnění
  • συναντώ στα τσεχικά - střetnutí, srážka, potyčka, potkávat, potkání, setkání, setkat se, ...
  • συναρμολογώ στα τσεχικά - sestavovat, montovat, skládat, sestavit, svolat, složit, shromáždit, ...
Τυχαίες λέξεις
Συναναστρέφομαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: sestavovat, sestavit, zásobit, klasifikovat, roztřídit, třídit, seřadit, vybrat, uspořádat, hobnob