Αντισταθμίζω στα νορβηγικά
Μετάφραση: αντισταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
likevekt, kroppsholdning, poise
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντισταθμίζω
αντισταθμίζω ορισμός, αντισταθμίζω λεξικο, αντισταθμίζω προταση, αντισταθμίζω προτασεις, αντισταθμίζω σημασια, αντισταθμίζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αντισταθμίζω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αντιπρόσωπος στα νορβηγικά - representative, representant, representativ, representativt
- αντιστέκομαι στα νορβηγικά - utfordre, motstå, å motstå, stå imot, imot, motstå å
- αντιστοιχώ στα νορβηγικά - korresponderer, tilsvare, tilsvarer, svarer, samsvarer
- αντιστρέφω στα νορβηγικά - motsatt, endevende, reversere, revers, reverse, omvendt, snu
Τυχαίες λέξεις
Αντισταθμίζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: likevekt, kroppsholdning, poise
Μεταφράσεις: likevekt, kroppsholdning, poise