Αντισταθμίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: αντισταθμίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kompensoida, korvata, hyvittää, itsevarmuus, ryhti, tasaisuus, asento, luontevuus
Αντισταθμίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντισταθμίζω

αντισταθμίζω ορισμός, αντισταθμίζω λεξικο, αντισταθμίζω προταση, αντισταθμίζω προτασεις, αντισταθμίζω σημασια, αντισταθμίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αντισταθμίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αντιπρόσωπος στα φινλανδικά - edustaja, edusmies, esikuva, asiamies, esimerkki, edustava, edustajan, ...
  • αντιστέκομαι στα φινλανδικά - uhmata, taistella, vastustaa, usuttaa, sietää, vastustamaan, kestää, ...
  • αντιστοιχώ στα φινλανδικά - täsmätä, esittää, edustaa, sopia, vastata, vastaavat, vastaa, ...
  • αντιστρέφω στα φινλανδικά - takaisku, vastakohta, poistaa, nurja, kumota, peruutusvaihde, vastakkainen, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντισταθμίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kompensoida, korvata, hyvittää, itsevarmuus, ryhti, tasaisuus, asento, luontevuus