Ασκητισμός στα νορβηγικά
Μετάφραση: ασκητισμός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
askese, askesen, asceticism, et asketisk liv, asketisk liv
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκητισμός
χριστιανικός ασκητισμός, ασκητισμός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ασκητισμός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ασκητής στα νορβηγικά - eneboer, eremitt, asket, asketisk, asketiske, ascetic, asketen
- ασκητικός στα νορβηγικά - asketisk, asket, asketiske, ascetic, asketen
- ασκώ στα νορβηγικά - anstrenge, praktisere, bruke, forfølge, trening, mosjon, øvelse, ...
- ασπίδα στα νορβηγικά - buffer, vern, støtfanger, skjold, skjerme, beskytte, beskytter, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασκητισμός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: askese, askesen, asceticism, et asketisk liv, asketisk liv
Μεταφράσεις: askese, askesen, asceticism, et asketisk liv, asketisk liv