Ασκητισμός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ασκητισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аскетизм
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκητισμός
χριστιανικός ασκητισμός, ασκητισμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασκητισμός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ασκητής στα ουκρανικά - пустинник, відлюдник, аскет
- ασκητικός στα ουκρανικά - аскетичний, аскет
- ασκώ στα ουκρανικά - старатися, чинити, згідно, намагатися, напружити, вправа, вправу
- ασπίδα στα ουκρανικά - щит, демпфер, буфер, екранувати, щита
Τυχαίες λέξεις
Ασκητισμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: аскетизм
Μεταφράσεις: аскетизм