Ασκητισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ασκητισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ascetisme, ascese, de ascese, asceticism, ascetische
Ασκητισμός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκητισμός

χριστιανικός ασκητισμός, ασκητισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ασκητισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ασκητής στα ολλανδικά - heremiet, kluizenaar, ascetisch, asceet, ascetische, ascese
  • ασκητικός στα ολλανδικά - ascetisch, asceet, ascetische, ascese
  • ασκώ στα ολλανδικά - beoefenen, achtervolgen, oefenen, vervolgen, drillen, betrachten, najagen, ...
  • ασπίδα στα ολλανδικά - uithangbord, bordje, bord, stootkussen, buffer, bumper, schild, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασκητισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ascetisme, ascese, de ascese, asceticism, ascetische