Ασκητισμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: ασκητισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önsanyargatás, aszkézis, aszketizmus, aszketizmust, aszkézist
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασκητισμός
χριστιανικός ασκητισμός, ασκητισμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ασκητισμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ασκητής στα ουγγρικά - aszkéta, aszketikus, aszkétikus, aszkézis
- ασκητικός στα ουγγρικά - aszkéta, aszketikus, aszkétikus, aszkézis
- ασκώ στα ουγγρικά - gyakorlat, gyakorlás, gyakorlására, gyakorlása, gyakorlását
- ασπίδα στα ουγγρικά - csiszoló, pártfogó, öregember, polírozó, lökhárító, pajzs, megvédeni, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασκητισμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: önsanyargatás, aszkézis, aszketizmus, aszketizmust, aszkézist
Μεταφράσεις: önsanyargatás, aszkézis, aszketizmus, aszketizmust, aszkézist