Ασκητισμός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασκητισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascetismo, ascese, o ascetismo, asceticismo, ascética
Ασκητισμός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασκητισμός

χριστιανικός ασκητισμός, ασκητισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασκητισμός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασκητής στα πορτογαλικά - eremita, ascético, asceta, ascética, ascetic, ascéticas
  • ασκητικός στα πορτογαλικά - ascético, asceta, ascética, ascetic, ascéticas
  • ασκώ στα πορτογαλικά - exercitar, acossar, praticar, prática, bolsa, seguir, exerça, ...
  • ασπίδα στα πορτογαλικά - tabuleta, aconchegar, amortecedor, âncora, escudar, abrigar, escudo, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασκητισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ascetismo, ascese, o ascetismo, asceticismo, ascética