Ενήλικος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενήλικος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
літній, пристаркуватий, дорослий, літньою, для
Ενήλικος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενήλικος

ενήλικος ορισμός, ενήλικος σημασια, ενήλικος ημιπληγικός bobath, ενήλικος ή ενήλικας, ενήλικος σκύλος, ενήλικος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενήλικος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ενέργεια στα ουκρανικά - продовжений, дію, дія, вплив, чинність, чинності
  • ενήλικας στα ουκρανικά - літній, пристаркуватий, дорослий, літньою, для
  • ενίσχυση στα ουκρανικά - побільшення, доповнення, збільшення, армований, поширення, посилення, підсилення
  • εναγής στα ουκρανικά - бридкий, клянеться, огидний, противний, проклятий, гидкий, позивач
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: літній, пристаркуватий, дорослий, літньою, для