Αισθητός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αισθητός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
merkbaar, waarneembaar, waarneembare, voelbaar, merkbare
Αισθητός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αισθητός

αισθητόσ κόσμοσ, αισθητός ορίζοντας, αισθητός συνώνυμο, αισθητός σημασία, αισθητός στα αγγλικά, αισθητός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αισθητός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αισθητήριος στα ολλανδικά - zintuiglijk, zintuiglijke, sensorische, sensorisch, sensoriële
  • αισθητικός στα ολλανδικά - schoonheidsspecialiste, aesthetician, estheticiancosmetologist, esthetician, estheticus
  • αισιοδοξία στα ολλανδικά - optimisme, optimistisch, het optimisme, optimistische, optimisme van
  • αισιόδοξος στα ολλανδικά - optimistisch, optimistische, optimistischer, optimisme, positief
Τυχαίες λέξεις
Αισθητός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: merkbaar, waarneembaar, waarneembare, voelbaar, merkbare