Επίπλωση στα ολλανδικά
Μετάφραση: επίπλωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meubels, meubilair, inrichting, ingericht, Woninginrichting
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίπλωση
επιπλωση σπιτιού, επίπλωση γκαρσονιέρας, επίπλωση παιδικού δωματίου, επίπλωση κουζίνασ, επίπλωση φαρμακείου, επίπλωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, επίπλωση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επίπλευση στα ολλανδικά - flotatie, beursgang, beursintroductie, drijvende
- επίπληξη στα ολλανδικά - uitbrander, afkeuren, verwijt, berispen, wraken, berisping, laken, ...
- επίπονος στα ολλανδικά - moeilijk, zwaar, moeizaam, arbeidzaam, moeizame, bewerkelijk, omslachtig
- επίπτωση στα ολλανδικά - resultaat, uitkomst, effect, effecten, afloop, oplossing, uitslag, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίπλωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: meubels, meubilair, inrichting, ingericht, Woninginrichting
Μεταφράσεις: meubels, meubilair, inrichting, ingericht, Woninginrichting