Ικεσία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ικεσία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebed, verzoek, smeekbede, smeekgebed, smeking, smeken, smeekbeden
Ικεσία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικεσία

ικεσία στην αρχαία ελλάδα, ικεσία στην αρχαιότητα, ικεσία στην ιλιάδα, ικεσία ορισμός, ικεσία βικιπαίδεια, ικεσία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ικεσία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ικανός στα ολλανδικά - expert, deskundig, bedreven, bevoegd, kundig, bekwaam, capabel, ...
  • ικανότητα στα ολλανδικά - kundigheid, slag, talent, bedrevenheid, acquisitie, begaafdheid, gave, ...
  • ικετεύω στα ολλανδικά - afsmeken, schooien, bedelen, smeken, begin, het begin, beg
  • ικρίωμα στα ολλανδικά - schavot, steiger, stellage, scaffold, stelling
Τυχαίες λέξεις
Ικεσία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gebed, verzoek, smeekbede, smeekgebed, smeking, smeken, smeekbeden