Ικεσία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ικεσία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prece, oração, súplica, súplicas, supplication, de súplica
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικεσία
ικεσία στην αρχαία ελλάδα, ικεσία στην αρχαιότητα, ικεσία στην ιλιάδα, ικεσία ορισμός, ικεσία βικιπαίδεια, ικεσία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ικεσία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ικανός στα πορτογαλικά - patim, ágil, capaz, apto, hábil, perito, derrapar, ...
- ικανότητα στα πορτογαλικά - aquisição, ajustar, caber, aptidão, dizer, talento, capacidade, ...
- ικετεύω στα πορτογαλικά - implique, rogar, implore, mendigar, pedir, implorar, Beg
- ικρίωμα στα πορτογαλικά - andaime, cadafalso, scaffold, de andaime, andaimes
Τυχαίες λέξεις
Ικεσία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: prece, oração, súplica, súplicas, supplication, de súplica
Μεταφράσεις: prece, oração, súplica, súplicas, supplication, de súplica