Ικεσία στα πολωνικά
Μετάφραση: ικεσία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
błaganie, suplika, prośba, zastosowanie, suplikacja, supplication
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ικεσία
ικεσία στην αρχαία ελλάδα, ικεσία στην αρχαιότητα, ικεσία στην ιλιάδα, ικεσία ορισμός, ικεσία βικιπαίδεια, ικεσία λεξικό γλώσσας πολωνικά, ικεσία στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ικανός στα πολωνικά - zdolny, wprawny, pojemny, pomysłowy, mądry, sprytny, doświadczony, ...
- ικανότητα στα πολωνικά - sprawność, kompetencja, stosowność, umiejętność, zręczność, biegłość, wprawa, ...
- ικετεύω στα πολωνικά - wybłagać, żebrać, błagać, zebrać, dopraszać, prosić, beg, ...
- ικρίωμα στα πολωνικά - szafot, szkielet, estrada, szubienica, rusztowanie, rusztowania, rusztowań, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικεσία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: błaganie, suplika, prośba, zastosowanie, suplikacja, supplication
Μεταφράσεις: błaganie, suplika, prośba, zastosowanie, suplikacja, supplication