Ικεσία στα ρωσικά

Μετάφραση: ικεσία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
просьба, мольба, молитва, прошение, моление, прошении
Ικεσία στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικεσία

ικεσία στην αρχαία ελλάδα, ικεσία στην αρχαιότητα, ικεσία στην ιλιάδα, ικεσία ορισμός, ικεσία βικιπαίδεια, ικεσία λεξικό γλώσσας ρωσικά, ικεσία στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ικανός στα ρωσικά - талантливый, хваткий, квалифицированный, умелый, специалист, допускающий, способный, ...
  • ικανότητα στα ρωσικά - искушенность, уместность, дееспособность, приобретение, правомерность, возможность, годность, ...
  • ικετεύω στα ρωσικά - клянчить, умолять, умолить, упрашивать, заклинать, христарадничать, служить, ...
  • ικρίωμα στα ρωσικά - козлы, эшафот, помост, виселица, плаха, помочи, леса, ...
Τυχαίες λέξεις
Ικεσία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: просьба, мольба, молитва, прошение, моление, прошении